bn:00082718v
Verb Concept
EL
διαμοιράζω  καταμερίζω  κατανέμω  μοιράζω
EL
Αποδίδω ή αναθέτω σε κάποιον το μερίδιο που του αναλογεί Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Αποδίδω ή αναθέτω σε κάποιον το μερίδιο που του αναλογεί Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary