bn:00082736v
Verb Concept
EL
πλησιάζω  προσεγγίζω
EL
Πλησιάζω κάποιον με κάποιον σκοπό. Δημιουργώ μια σχέση, μια επαφή με κάποιον, τον προσεγγίζω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Πλησιάζω κάποιον με κάποιον σκοπό. Δημιουργώ μια σχέση, μια επαφή με κάποιον, τον προσεγγίζω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet