bn:00082759v
Verb Concept
EL
σηκώνομαι  αυξηθεί  σταθεί
EL
Παύω να κάθομαι και στέκομαι όρθιος,εγείρομαι από τη θέση μου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Παύω να κάθομαι και στέκομαι όρθιος,εγείρομαι από τη θέση μου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations