bn:00082774v
Verb Concept
EL
διεγείρω  ερεθίζω  προκαλώ
EL
Εξάπτω, προκαλώ ερωτική επιθυμία σε κάποιον Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Εξάπτω, προκαλώ ερωτική επιθυμία σε κάποιον Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet