bn:00082949v
Verb Concept
EL
κατρακυλώ
EL
Για απότομη και ανώμαλη πτώση με συνεχείς ανατροπές σε μια κατηφορική επιφάνεια (και για μεγάλες μάζες χιονιού) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Για απότομη και ανώμαλη πτώση με συνεχείς ανατροπές σε μια κατηφορική επιφάνεια (και για μεγάλες μάζες χιονιού) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet