bn:00082974v
Verb Concept
EL
πολυλογώ
EL
Λέω πολλά και συνήθως περιττά λόγια, μιλάω δίνοντας μεγάλη έκταση στο λόγο μου, φλυαρώ Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Λέω πολλά και συνήθως περιττά λόγια, μιλάω δίνοντας μεγάλη έκταση στο λόγο μου, φλυαρώ Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet