bn:00083032v
Verb Concept
EL
εμπιστεύομαι
EL
Δίνω κάτι σε κάποιον έχοντας εμπιστοσύνη στην καλή του πίστη, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Δίνω κάτι σε κάποιον έχοντας εμπιστοσύνη στην καλή του πίστη, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet