bn:00083126v
Verb Concept
EL
γαβγίζω
EL
(κυρίως για σκύλους) παράγω σύντομους, συνήθως επαναλαμβανόμενους και δυνατούς, ήχους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
(κυρίως για σκύλους) παράγω σύντομους, συνήθως επαναλαμβανόμενους και δυνατούς, ήχους Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet