bn:00083196v
Verb Concept
EL
έχω  σκοπεύετε
EL
Σκοπεύω, προτίθεμαι π .χ. να ψωνίσω, υποχρεωμένος να τελειώσω μια δουλειά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Σκοπεύω, προτίθεμαι π .χ. να ψωνίσω, υποχρεωμένος να τελειώσω μια δουλειά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
EL
WordNet Translations