bn:00083202v
Verb Concept
EL
ρέπω  τείνω  τείνουν
EL
(για πρόσ.) έχω την προδιάθεση, εκδηλώνω τάση προς κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
(για πρόσ.) έχω την προδιάθεση, εκδηλώνω τάση προς κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations