bn:00083241v
Verb Concept
EL
σπρώχνω
EL
Κατευθύνω κάποιον ή κάτι παρεμβαίνοντας δυναμικά. Παροτρύνω, παρακινώ κάποιον Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κατευθύνω κάποιον ή κάτι παρεμβαίνοντας δυναμικά. Παροτρύνω, παρακινώ κάποιον Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet