bn:00083289v
Verb Concept
EL
νεύω
EL
Κάνω νεύμα κουνώντας ελαφρά το κεφάλι, τα χέρια ή τα μάτια για να συνεννοηθώ με κάποιον Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κάνω νεύμα κουνώντας ελαφρά το κεφάλι, τα χέρια ή τα μάτια για να συνεννοηθώ με κάποιον Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet