bn:00083497v
Verb Concept
EL
δένω  συνταιριάζω
EL
Συνταιριάζω πράγματα κάνω κάτι να αποκτήσει συνοχή, ομοιογένεια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Συνταιριάζω πράγματα κάνω κάτι να αποκτήσει συνοχή, ομοιογένεια Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet