bn:00083659v
Verb Concept
EL
φυσώ
EL
Κάνω να βγει αέρας μέσα από κάποιον αγωγό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κάνω να βγει αέρας μέσα από κάποιον αγωγό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet