bn:00083670v
Verb Concept
EL
αχρηστεύω
EL
Καταστρέφω κάτι, κάνω κάτι ακατάλληλο προς χρήση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Καταστρέφω κάτι, κάνω κάτι ακατάλληλο προς χρήση Greek Open Multilingual WordNet
DERIVATION
Greek Open Multilingual WordNet