bn:00083731v
Verb Concept
EL
κολλάω
EL
Δεν μπορώ να προχωρήσω, μένω στο ίδιο σημείο (π.χ. το αυτοκίνητο κόλλησε στην άμμο) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Δεν μπορώ να προχωρήσω, μένω στο ίδιο σημείο (π.χ. το αυτοκίνητο κόλλησε στην άμμο) Greek Open Multilingual WordNet
IS A
DERIVATION
VERB GROUP
Greek Open Multilingual WordNet