bn:00083848v
Verb Concept
EL
αναποδογυρίζω  ανατρέπω  τουμπάρω
EL
Στρέφω ανάποδα, προκαλώ βίαιη πτώση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Στρέφω ανάποδα, προκαλώ βίαιη πτώση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet