bn:00083956v
Verb Concept
EL
αποσυναρμολογώ  ξεμοντάρω
EL
Διαλύω κάτι συναρμολογημένο σε μικρότερα κομμάτια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Διαλύω κάτι συναρμολογημένο σε μικρότερα κομμάτια Greek Open Multilingual WordNet