bn:00083959v
Verb Concept
EL
κόβω
EL
Ξεχωρίζω ένα κομμάτι από το βασικό τμήμα κάποιου πράγματος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Ξεχωρίζω ένα κομμάτι από το βασικό τμήμα κάποιου πράγματος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet