bn:00083978v
Verb Concept
EL
διαφεύγω  δραπετεύω  το σκάω  ξεφύγουν
EL
Καταφέρνω να ξεφύγω από χώρο μέσα στον οποίο είμαι φυλακισμένος,αιχμάλωτος ή περιορισμένος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Καταφέρνω να ξεφύγω από χώρο μέσα στον οποίο είμαι φυλακισμένος,αιχμάλωτος ή περιορισμένος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations