bn:00084015v
Verb Concept
EL
θηλάζω  βυζαίνω
EL
(για βρέφος ή για νεογνό ζώου) πιέζω με επαναλαμβανόμενες κινήσεις των χειλιών τη θηλή του μαστού και ρουφώ το γάλα από αυτή Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
(για βρέφος ή για νεογνό ζώου) πιέζω με επαναλαμβανόμενες κινήσεις των χειλιών τη θηλή του μαστού και ρουφώ το γάλα από αυτή Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary