bn:00084082v
Verb Concept
EL
παράγω  γεννώ  παράγει
EL
Αποτελώ την αιτία ύπαρξης, κάνω κάτι να υπάρξει, προκαλώ, δημιουργώ Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Αποτελώ την αιτία ύπαρξης, κάνω κάτι να υπάρξει, προκαλώ, δημιουργώ Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations