bn:00084089v
Verb Concept
EL
κερδίζω  κάνει  κερδίσει
EL
Αποκτώ κάτι από εμπορική ή επιχειρηματική κίνηση, όπως αύξηση μισθού ή αμοιβή Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Αποκτώ κάτι από εμπορική ή επιχειρηματική κίνηση, όπως αύξηση μισθού ή αμοιβή Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations