bn:00084425v
Verb Concept
EL
ακυρώνω  ματαιώνω
EL
Αποφασίζω οριστικά να μην πραγματοποιήσω κάτι προκαθορισμένο ή προγραμματισμένο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αποφασίζω οριστικά να μην πραγματοποιήσω κάτι προκαθορισμένο ή προγραμματισμένο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary