bn:00084451v
Verb Concept
EL
απολύω
EL
Διακόπτω την εργασιακή σχέση κάποιου, τον παύω από την εργασία ή από την υπηρεσία του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Διακόπτω την εργασιακή σχέση κάποιου, τον παύω από την εργασία ή από την υπηρεσία του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet