bn:00084471v
Verb Concept
EL
αγιοποιώ
EL
Αντιμετωπίζω κάποιον σαν ιερό πρόσωπο. Αποδίδω (σε κάποιον) υπερβολικές αρετές Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αντιμετωπίζω κάποιον σαν ιερό πρόσωπο. Αποδίδω (σε κάποιον) υπερβολικές αρετές Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet