bn:00084554v
Verb Concept
EL
κουβαλώ
EL
Μεταφέρω κάτι, συνήθως βαρύ και ογκώδες, από ένα μέρος σε ένα άλλο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Μεταφέρω κάτι, συνήθως βαρύ και ογκώδες, από ένα μέρος σε ένα άλλο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet