bn:00084746v
Verb Concept
EL
κάνω παζάρια  παζαρεύω
EL
Συζητώ για την αγορά ή την πώληση πράγματος επιδιώκοντας να πετύχω καλύτερη τιμή ή ευνοϊκότερους όρους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Συζητώ για την αγορά ή την πώληση πράγματος επιδιώκοντας να πετύχω καλύτερη τιμή ή ευνοϊκότερους όρους Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet