bn:00084850v
Verb Concept
EL
ελέγχω  περιορίζω  έλεγχο
EL
Κρατώ υπό έλεγχο, συγκρατώ, αναχαιτίζω, εξουσιάζω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κρατώ υπό έλεγχο, συγκρατώ, αναχαιτίζω, εξουσιάζω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations