bn:00084880v
Verb Concept
EL
επευφημώ  ζητωκραυγάζω
EL
Εκδηλώνω με φωνές ή κραυγές έντονη επιδοκιμασία ή ενθουσιασμό για κάποιον Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Εκδηλώνω με φωνές ή κραυγές έντονη επιδοκιμασία ή ενθουσιασμό για κάποιον Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet