bn:00084904v
Verb Concept
EL
συμβάλλω  συνεισφέρω  συμβάλλουν
EL
Συμμετέχω με οποιονδήποτε τρόπο στην επίτευξη ενός σκοπού Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Συμμετέχω με οποιονδήποτε τρόπο στην επίτευξη ενός σκοπού Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations