bn:00084931v
Verb Concept
EL
διαλέγω  παίρνω
EL
Ξεχωρίζω, διαλέγω, από ένα σύνολο ανθρώπων ή πραγμάτων αναζητώ και βρίσκω αυτό( ν) που θεωρώ καλύτερο ή προτιμότερο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Ξεχωρίζω, διαλέγω, από ένα σύνολο ανθρώπων ή πραγμάτων αναζητώ και βρίσκω αυτό( ν) που θεωρώ καλύτερο ή προτιμότερο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary