bn:00084995v
Verb Concept
EL
περικυκλώνω
EL
Κυκλώνω κάποιον ή κάτι από παντού, γύρω-γύρω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κυκλώνω κάποιον ή κάτι από παντού, γύρω-γύρω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet