bn:00085059v
Verb Concept
EL
καθαρίζω  καθαρίστε
EL
Κάνω κάτι καθαρό, βγάζω τη βρομιά ή απομακρύνω ό,τι άχρηστο υπάρχει, αφαιρώ οποιαδήποτε άχρηστα στοιχεία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κάνω κάτι καθαρό, βγάζω τη βρομιά ή απομακρύνω ό,τι άχρηστο υπάρχει, αφαιρώ οποιαδήποτε άχρηστα στοιχεία Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations