bn:00085270v
Verb Concept
EL
κόβω
EL
(για νομίσματα, μετάλλια κ.τ.λ.) παράγω, κατασκευάζω μεταλλικά νομίσματα ή μετάλλια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
(για νομίσματα, μετάλλια κ.τ.λ.) παράγω, κατασκευάζω μεταλλικά νομίσματα ή μετάλλια Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet