bn:00085289v
Verb Concept
EL
μαζεύω  συγκεντρώσει
EL
Συλλέγω, συγκεντρώνω σε ενιαίο σύνολο, μαζεύω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Συλλέγω, συγκεντρώνω σε ενιαίο σύνολο, μαζεύω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations