bn:00085290v
Verb Concept
EL
συγκεντρώνω
EL
Μαζεύω, συναθροίζω κάπου ένα (μεγάλο) αριθμό πραγμάτων, στοιχείων, αποδείξεων κ.τ.λ Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Μαζεύω, συναθροίζω κάπου ένα (μεγάλο) αριθμό πραγμάτων, στοιχείων, αποδείξεων κ.τ.λ Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet