bn:00085310v
Verb Concept
EL
ερευνώ  χτενίζω
EL
(μτφρ)ψάχνω εξονυχιστικά, κάνω λεπτομερή έρευνα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
(μτφρ)ψάχνω εξονυχιστικά, κάνω λεπτομερή έρευνα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet