bn:00085346v
Verb Concept
EL
αποκολλώ  ξεκολλώ
EL
Αποσπώ κτ από σημείο στο οποίο είχε κολλήσει ή από άλλο αντικείμενο με το οποίο είναι στενά συνδεδεμένο ή κολλημένο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Αποσπώ κτ από σημείο στο οποίο είχε κολλήσει ή από άλλο αντικείμενο με το οποίο είναι στενά συνδεδεμένο ή κολλημένο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet