bn:00085357v
Verb Concept
EL
πέφτω
EL
Για καιρικά φαινόμενα, πέφτει βροχή, χιόνι, χιονόνερο, χαλάζι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Για καιρικά φαινόμενα, πέφτει βροχή, χιόνι, χιονόνερο, χαλάζι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet