bn:00085371v
Verb Concept
EL
ενηλικιώνομαι
EL
Γίνομαι ενήλικος, περνώ από τη φάση της ανωριμότητας στη φάση της ωριμότητας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Γίνομαι ενήλικος, περνώ από τη φάση της ανωριμότητας στη φάση της ωριμότητας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet