bn:00085426v
Verb Concept
EL
διαπράττω  κάνω
EL
Πραγματοποιώ, διενεργώ συγκεκριμένη πράξη, συνήθως αρνητική Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Πραγματοποιώ, διενεργώ συγκεκριμένη πράξη, συνήθως αρνητική Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet