bn:00085468v
Verb Concept
EL
ανταγωνίζομαι  ανταγωνιστεί
EL
Διαγωνίζομαι για κάτι, αγωνίζομαι να ξεπεράσω κάποιον, να αναδειχθώ ανώτερος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Διαγωνίζομαι για κάτι, αγωνίζομαι να ξεπεράσω κάποιον, να αναδειχθώ ανώτερος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations