bn:00085527v
Verb Concept
EL
συμβιβάζω  συμφιλιώνω  συνδιαλλάσσομαι
EL
Πετυχαίνω την ομαλή συνύπαρξη καταστάσεων ή απόψεων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links