bn:00085567v
Verb Concept
EL
οδηγώ  οδηγήσει
EL
Οδηγώ κάποιον, δείχνω τον δρόμο σε κάποιον, κατευθύνω προς ορισμένη κατεύθυνση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Οδηγώ κάποιον, δείχνω τον δρόμο σε κάποιον, κατευθύνω προς ορισμένη κατεύθυνση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations