bn:00085690v
Verb Concept
EL
καταξοδεύω  σπαταλώ
EL
Ξοδεύω, δαπανώ ή καταναλώνω κάτι χωρίς φειδώ, χωρίς μέτρο, αλόγιστα και άσκοπα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links