bn:00085710v
Verb Concept
EL
ανταπεξέρχομαι  αντεπεξέρχομαι  τα βγάζω πέρα  τα βολεύω  τα καταφέρνω
EL
Αντιμετωπίζω με επιτυχία, ανταποκρίνομαι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links