bn:00085711v
Verb Concept
EL
μάχομαι  τσακώνομαι
EL
Πολεμώ, συμμετέχω σε ένοπλη σύγκρουση, σε μάχη, αγωνίζομαι έντονα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links