bn:00085725v
Verb Concept
EL
συμβάλλομαι  συνάπτω σύμβαση  σύμβαση
EL
Συνάπτω συμφωνία με κάποιον, που συνήθως την επικυρώνω με συμβόλαιο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Συνάπτω συμφωνία με κάποιον, που συνήθως την επικυρώνω με συμβόλαιο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations