bn:00085728v
Verb Concept
EL
μικραίνω  συρρικνώνομαι
EL
Κάνω κάτι να ζαρώσει ή και να περιοριστεί ως προς τις διαστάσεις του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κάνω κάτι να ζαρώσει ή και να περιοριστεί ως προς τις διαστάσεις του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet